- χαῦνον
- χαῦνοςporousmasc acc sgχαῦνοςporousneut nom/voc/acc sgχαῦνοςporousmasc/fem acc sgχαῦνοςporousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… … Dictionary of Greek
σαυχμόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαχνόν, χαῡνον, σαθρόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. σαυκρός] … Dictionary of Greek
σαύνιον — και σαυνίον, τὸ, Α 1. ακόντιο, ιδίως βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ ἵππων βάλλοντες», Στράβ.) 2. μτφ. (με κωμ. σημ.) το ανδρικό μόριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… … Dictionary of Greek